συνθετικός

συνθετικός
η , ό[ν]
1) составной, составляющий; 2) (в разн. знач ) синтетический;

συνθετική μέθοδος — синтетический метод;

συνθετικός νοός — синтетический ум;

συνθετικές γλώσσες — синтетические языки;

συνθετικόν προϊόν — синтетический продукт;

συνθετική γεωμετρία — проективная геометрия;

3) сложный;

συνθετικός ορισμός — сложное определение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συνθετικός" в других словарях:

  • συνθετικός — skilled in putting together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθετικός — ή, ό / συνθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθετος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνθεση ή ο ικανός και έμπειρος στη σύνθεση (α. «συνθετική μέθοδος» μια από τις κυριότερες μεθόδους διδασκαλίας β. «συνθετικός νους» γ. «φαντασία συνθετική», Στωικ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • συνθετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός με τον οποίο γίνεται σύνθεση: Αναλύουμε τη λέξη στα συνθετικά της μέρη. 2. αυτός που προέκυψε από σύνθεση: Συντηρήθηκαν με συνθετικές τροφές. 3. αυτός που συντίθεται από άλλα υλικά, ο τεχνητός: Συνθετικό μετάξι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνθετικά — συνθετικός skilled in putting together neut nom/voc/acc pl συνθετικά̱ , συνθετικός skilled in putting together fem nom/voc/acc dual συνθετικά̱ , συνθετικός skilled in putting together fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθετικώτερον — συνθετικός skilled in putting together adverbial comp συνθετικός skilled in putting together masc acc comp sg συνθετικός skilled in putting together neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθετικῶν — συνθετικός skilled in putting together fem gen pl συνθετικός skilled in putting together masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθετικόν — συνθετικός skilled in putting together masc acc sg συνθετικός skilled in putting together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθετικαί — συνθετικός skilled in putting together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθετικωτέρους — συνθετικός skilled in putting together masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθετικῆς — συνθετικός skilled in putting together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθετικῇ — συνθετικός skilled in putting together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»